- σχεδιαστήριο(ν)
- τό1) чертёжная (помещение); 2) чертёжная доска
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχεδιαστήριο — το, Ν 1. αίθουσα όπου γίνονται τεχνικά σχέδια, εργαστήριο σχεδιαστή 2. το τραπέζι τού σχεδιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω + επίθημα τήριο (πρβλ. γυμνασ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σχεδιαστήριον, μαρτυρείται από το 1892 στον Ιω. Κάλφογλου] … Dictionary of Greek
σχεδιαστήριο — το εργαστήρι του σχεδιαστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek